susceptibilidad - ορισμός. Τι είναι το susceptibilidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι susceptibilidad - ορισμός

Susceptibilidad electromágnetica; Susceptibilidad electromagnetica

susceptibilidad      
sust. fem.
Calidad de susceptible.
susceptibilidad      
susceptibilidad
1 f. Cualidad de susceptible.
2 Aptitud para experimentar cierto efecto.
3 Propensión a sentirse ofendido o maltratado.

Βικιπαίδεια

Susceptibilidad electromagnética

La susceptibilidad electromagnética (en inglés, electromagnetic susceptibility], o EMS') es la incapacidad de un sistema para funcionar sin degradación en presencia de una perturbación electromagnética. Una alta susceptibilidad electromagnética indica alta sensibilidad a los campos electromagnéticos.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για susceptibilidad
1. Otras especies no las padecen o su susceptibilidad a ellas es mucho más reducida.
2. El problema es cuando "hay un nivel exacerbado de susceptibilidad", dice Gil Calvo.
3. Se lo vio particularmente preocupado en no crear situaciones que puedan herir la susceptibilidad argentina.
4. Por su parte, el concejal Steve Ortega adelantó que de ser aprobada habrá obstáculos que salvar como implementarla sin lastimar la susceptibilidad de las autoridades mexicanas.
5. "Existe una gran variabilidad en el número de fragmentos replicados en función el origen de los individuos", afirma, lo que indica una mayor o menor susceptibilidad a desarrollar ciertas enfermedades.
Τι είναι susceptibilidad - ορισμός